ημιρρόμβιο

ημιρρόμβιο
το (Α ἡμιρρόμβιον)
νεοελλ.
ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο
αρχ.
είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + ρομβίον (< ρόμβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημιρρομβιαίος — ἡμιρρομβιαῑος, αία, ον (Α) [ημιρρόμβιο] αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου …   Dictionary of Greek

  • ανεμορόμβοι — Οι 32 ίσες διαιρέσεις στις οποίες χωρίζεται ο κύκλος του ανεμολογίου που είναι προσαρτημένος στην πυξίδα του πλοίου. Με τον τρόπο αυτό o ορίζοντας, που έχει 360°, διαιρείται σε τόξα των 11° 15’ το καθένα. Κάθε α. διαιρείται σε δύο ημιρρόμβια, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”